- εκστελλω
- ἐκστέλλωἐκ-στέλλωразукрашивать
χρυσηλάτοις περόναις ἐκστέλλεσθαι Soph. — закалывать свои одежды золотыми булавками
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσηλάτοις περόναις ἐκστέλλεσθαι Soph. — закалывать свои одежды золотыми булавками
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκστέλλω — ἐκστέλλω (Α) 1. διακοσμώ, καρφώνω, κουμπώνω το φόρεμα με πόρπη για διακόσμηση ή απλή συγκράτηση 2. στέλνω πίσω, εξαποστέλλω … Dictionary of Greek
ἐξέστελλον — ἐκστέλλω fit out aor ind act 3rd pl ἐκστέλλω fit out aor ind act 1st sg ἐκστέλλω fit out imperf ind act 3rd pl ἐκστέλλω fit out imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεστέλλετο — ἐκστέλλω fit out aor ind mid 3rd sg ἐκστέλλω fit out imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεστείλαμεν — ἐκστέλλω fit out aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεστάλης — ἐκστέλλω fit out aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέστειλε — ἐκστέλλω fit out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέστειλεν — ἐκστέλλω fit out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek